αποστειρώνω

αποστειρώνω
(Μ ἀποστειρῶ, -όω)
κάνω αποστείρωση
μσν.
γίνομαι άγονος, στείρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + στειρώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1896 από τον Αλκ. Παπαπαναγιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποστειρώνω — αποστειρώνω, αποστείρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποστειρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, απαλλάσσω μιαν ουσία από τους μικροοργανισμούς που υπάρχουν μέσα της: Τα σκεύη με τα οποία δίνουμε τροφή στο μωρό πρέπει να τα αποστειρώνουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιβανίζω — 1. βάζω κάτι στον φούρνο για ψήσιμο 2. αποστειρώνω, απολυμαίνω κάτι σε ειδικό κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος. Η λ., στη μέσ. φωνή κλιβανίζομαι, μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη στο Δεισιδαιμονίας δοκίμων] …   Dictionary of Greek

  • παστεριώνω — και παστεριώ, όω και παστερίζω αποστειρώνω με τη μέθοδο τού Παστέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Γάλλου Pasteur + κατάλ. ιώνω / ίζω (πρβλ. γαλλ. pasteuriser). Η μτχ. τού παστερίζω, παστερισμένος, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παστεριώνω — παστερίωσα, παστεριώθηκα, παστεριωμένος, αποστειρώνω, καταστρέφω τα μικρόβια με τη μέθοδο του Παστέρ: Το γάλα σήμερα πουλιέται παστεριωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”